χλαμύδα

χλαμύδα
Είδος ενδυμασίας των αρχαίων Ελλήνων και ορισμένων ανατολικών λαών. Ήταν κοντύτερο και λεπτότερο από το ιμάτιο ή τη χλαίνη αλλά πολυτελέστερο. Αρχικά το φορούσαν οι ιππείς στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Γενικά τη χ. φορούσαν οι έφηβοι, οι αξιωματικοί, οι κυνηγοί και οι οδοιπόροι. Η κατασκευή και η ποιότητά της ήταν διαφορετική, ανάλογα με τη χρήση της. Η στρατιωτική ήταν κόκκινη, η γυναικεία ιδιαίτερα στολισμένη κλπ. Η χ. ήταν μακρόστενη, κούμπωνε στον τράχηλο και ανάλογα με τις περιστάσεις κάλυπτε τα νώτα ή άλλο μέρος του σώματος. Πιθανολογείται ότι η χρήση της ήταν άγνωστη στους Ρωμαίους.
* * *
η / χλαμύς, -ύδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλαμύς Ν
(στην αρχαιότητα) βραχύς τριγωνοειδής μανδύας τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, τού οποίου τα δύο άκρα ενώνονταν μπροστά στον λαιμό με πόρπη («χλαμύδα ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
ζωολ. (στον λόγιο τ.) γένος δίθυρων μαλακίων
αρχ.
1. (ειδικά) α) ο μανδύας τού κήρυκα
β) ο μανδύας τού στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν χλαμύδα, ὁπότε μέλλοι στρατηγεῑν», Πλούτ.)
γ) ο βασιλικός μανδύας («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κόκκινην», ΚΔ)
2. (σπάν.) ένδυμα κατοίκων τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλαμύδα — η στους αρχαίους, κοντός μανδύας των ιππέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλαμύδα — χλαμύς short mantle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμύδ' — χλαμύδα , χλαμύς short mantle fem acc sg χλαμύδι , χλαμύς short mantle fem dat sg χλαμύδε , χλαμύς short mantle fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHLAMYS — vestimentum fere militare, tunicae superindui solitum; unde quemadmodum toga pacis, ita Chlamys belli insigne fuit; Philostratus, l. 5. c. 45. Χλαμύδος ἠράςθη καὶ ςτρατιώτου βίον, Chlamydem et militarem vitam amavit. An sicuti χλαῖνα, quod hieme… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • фофудья — драгоценная ткань для императорских одежд , только др. русск. фофудиɪа (Пов. врем. лет, Сузд. летоп. под 1115 г.). Заимств. из ср. греч. *φουφούδιον, реконструируемого на основе ср. греч. ῥένδαν φουφουδωτην καλην ἤγουν χλαμύδα βασιλικην χρυσῆν… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Chlamydia infection — For Chlamydia s life cycle, see Chlamydia (bacterium) For infectious agents previously designated Chlamydiae, see species of Chlamydophila Chlamydia Classification and external resources …   Wikipedia

  • Chlamydia (genus) — For the disease in humans, see Chlamydia infection. Chlamydia C. trachomatis inclusion bodies (brown) in a McCoy cell culture. Scientific classification …   Wikipedia

  • ALICA et ALICULA — genus vestis vel togae, ex Graeco ἀλλιξ, ικος, quod Graecis chlamydis fibulatoriae genus est. Hesych. Α῎λλικα, χλαμύδα ἐμπόρπημα, οι δὲ πορπίδα χλαμύδος μακροχείρου: μακρόχειρον autem alibi χειριδωτον, i. e. manuleatam, interpretatur. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HOLOSERICA Vestis — primo Romanorum Heliogabalo in usu fuit. Unde Spartian. de illo ait, Primum Rom. serciam vestem, i. e. hosolericam, cum antea subserica in usu esset, in qua stamen ex lino, subtemen sericum erat, induisse. De eadem Vopisc. in Aurel. Vestem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MENANDER — I. MENANDER Archon Athenis, Olymp. 99. an. 3. II. MENANDER Atheniensis, fil. Diophyti, discipulus Theophrasti, natus Olymp. 109, novae comoediae Comicus, strabus fuit, mente acutus, amore in mulieres insanus. Scripsit fabulas 80. et epistolam… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”